κοτζάμπασης


κοτζάμπασης
Προφορά

Ετυμολογία
κοτζάμπασης └τουρκ┘koca-basi

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κοτζάμπασης

✦ επί τουρκοκρατίας, προεστός κοινότητας
(μτφ. ) άνθρωπος αυταρχικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.