κοσμώ
Προφορά
Ετυμολογία
κοσμώ αρχαία ελληνική κοσμῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κοσμώ -είς, -εί
✦ στολίζω: πολλά άλλα πορτρέτα κοσμούσανε αυτήν τη σάλα (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (μτφ. ) προσδίδω τιμή, αξία: η ζωή του… κοσμήθηκε μ’ ανδραγαθήματα πολλά (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–