κοσμοχαλασιά
Προφορά
Ετυμολογία
κοσμοχαλασιά κόσμος + χαλώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κοσμοχαλασιά
✦ αναστάτωση των φυσικών στοιχείων
✦ (μτφ. ) μεγάλος θόρυβος, «χαλασμός κόσμου»: μόλις παρουσιάστηκε ο πρόεδρος, έγινε κοσμοχαλασιά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–