κοσμοπολίτικος


κοσμοπολίτικος
Προφορά

Ετυμολογία
κοσμοπολίτικος κοσμοπολίτης

Ερμηνεία
κοσμοπολίτικος

✦ -ή, -ό κ. κοσμοπολίτικος, -η, -ο επίθ. ο χαρακτηρισμός του κοσμοπολίτη: κοσμοπολίτικη ζωή
✦ (βοταν.) που ευδοκιμεί παντού: φυτά κοσμοπολιτικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
κοσμοπολιτικά κ.κοσμοπολίτικα (Κ κοσμοπολιτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.