κοσμοξάκουστος
Προφορά
Ετυμολογία
κοσμοξάκουστος κόσμος + ξακουσμένος – ξακουστός
Ερμηνεία
κοσμοξάκουστος
✦ -η, -ο κ. κοσμοξάκουστος, -η, -ο επίθ. αυτός που είναι γνωστός σε όλο τον κόσμο, που η φήμη του έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο
Συνώνυμα
διάσημος, περίφημος, πασίγνωστος
Αντίθετα
άσημος
Επιρρήματα
–