κοσμοκρατόρισσα


κοσμοκρατόρισσα
Προφορά

Ετυμολογία
κοσμοκρατόρισσα αρχαία ελληνική κοσμοκράτωρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κοσμοκρατόρισσα

✦ θηλ. κοσμοκράτειρα κ. κοσμοκρατόρισσα (Κ κοσμοκράτωρ, -ορος) κυρίαρχος του κόσμου, της οικουμένης ή μεγάλου μέρους της

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.