κοσμοκαλόγερος
Προφορά
Ετυμολογία
κοσμοκαλόγερος κόσμος + καλόγερος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κοσμοκαλόγερος
✦ που παίρνει το μοναχικό σχήμα, χωρίς να είναι καλόγερος, και ζει στον κόσμο
✦ η λ. ως προσωνυμία του Αλ. Παπαδιαμάντη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–