κοσμογυρισμένος


κοσμογυρισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
κοσμογυρισμένος κόσμος + γυρισμένος

Ερμηνεία
επίθετο┘ κοσμογυρισμένος -η, -ο

✦ αυτός που ταξίδεψε σε πολλά μέρη της γης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.