κοσμικός


κοσμικός
Προφορά

Ετυμολογία
κοσμικός αρχαία ελληνική κοσμικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ κοσμικός -ή, -ό

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στον κόσμο, στο σύμπαν: κοσμικό διάστημα
✦ ο σχετικός με την κοινωνία, ιδ. τη λεγόμενη «των ανωτέρων τάξεων»: κοσμική συγκέντρωση
✦ (εκκλ.) εγκόσμιος
✦ (κ. για πρόσ.) λαϊκός
✦ πρόσωπο που αρέσκεται σε κοινωνικές επαφές, που συχνάζει σε κέντρα, σε διεξιώσεις κτλ.: κοσμικός τύπος

Συνώνυμα

Αντίθετα
κληρικός ,απόκοσμος
Επιρρήματα
κοσμικά (Κ κοσμικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.