κοσμητικός
Προφορά
Ετυμολογία
κοσμητικός κοσμώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κοσμητικός -ή, -ό
✦ κατάλληλος για στολισμό, για εξωραϊσμό: στοιχείο κοσμητικό
✦ (γραμμ.) κοσμητικό επίθετο, που εξαίρει την ιδιότητα ή ποιότητα του ουσιαστικού
✦ θηλ. κοσμητική ως ουσ., η τέχνη της περιποίησης του σώματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–