κοσμηματογράφος


κοσμηματογράφος
Προφορά

Ετυμολογία
κοσμηματογράφος κόσμημα + γράφω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η κοσμηματογράφος

✦ ο τεχνίτης που διακοσμεί με διάφορα σχέδια τοίχους, οροφές κτλ. σπιτιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.