κοσμήτρια


κοσμήτρια
Προφορά

Ετυμολογία
κοσμήτρια αρχαία ελληνική κοσμήτωρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κοσμήτρια

✦ θηλ. κοσμήτρια (Κ ο,η κοσμήτωρ, -ορος) καθηγητής πανεπιστημίου, προϊστάμενος για ένα χρόνο της σχολής, όπου διδάσκει
✦ έφορος σε τελετές, αγώνες κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.