κοσκινού


κοσκινού
Προφορά

Ετυμολογία
κοσκινού μεσαιωνική ελληνική κοσκινάς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κοσκινού

✦ θηλ. κοσκινού τεχνίτης που κατασκευάζει κόσκινα
✦ αυτός που πουλάει κόσκινα
✦ η κοσκινού, η γυναίκα του κοσκινά
✦ (παροιμ.) βάζει κι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, γι’ αυτούς που καυχώνται χωρίς να το αξίζουν, που επιδεικνύουν ανύπαρκτα προσόντα ή ιδιότητες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.