κοσκινίστρα


κοσκινίστρα
Προφορά

Ετυμολογία
κοσκινίστρα └θηλ┘ του κοσκινιστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κοσκινίστρα

✦ αυτή που κοσκινίζει
✦ (ειδ.) όργανο με πλατιές τρύπες για το κοσκίνισμα χώματος ή άλλων υλικών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.