κορωνίδα


κορωνίδα
Προφορά

Ετυμολογία
κορωνίδα αρχαία ελληνική κορωνίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κορωνίδα

✦ το πιο ψηλό σημείο οικοδομήματος
✦ επιστέγασμα ή στεφάνη
✦ καθετί το κορυφαίο, το υπέρτατο: έφτασε στην κορωνίδα της ιεραρχίας (στην ανώτατη θέση)
✦ (γραμμ.) το σημείο της κράσης
✦ μουσικό σημείο
✦ η υψηλότερη τονική έκταση μελωδίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.