κορφολογώ


κορφολογώ
Προφορά

Ετυμολογία
κορφολογώ κορφή + κατάλ. -λογώ

Ερμηνεία
ρήμα κορφολογώ -είς, -εί

✦ κόβω τις κορφές, τα τρυφερά βλαστάρια φυτού, κ. γεν. παίρνω το καλύτερο μέρος: μια κόρη ανθούς εμάζευε και ρόδα εκορφολόγα (δημ. τραγ.)
(μτφ. ) χαϊδεύω ερωτικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.