κορυφώνω


κορυφώνω
Προφορά

Ετυμολογία
κορυφώνω μεταγενέστερη ελληνική κορυφόω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα κορυφώνω

✦ ανυψώνω ως την κορυφή
(μτφ. ) ανυψώνω στον ανώτατο βαθμό, στο ανώτατο σημείο: κορυφώθηκε η αγωνία
✦ συμπληρώνω, ολοκληρώνω: κορυφώνονται οι προετοιμασίες για τη διάσκεψη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.