κορυφαίος


κορυφαίος
Προφορά

Ετυμολογία
κορυφαίος αρχαία ελληνική κορυφαῖος

Ερμηνεία
κορυφαίος

✦ -αία, -αίο επίθ. (Κ -αία, -αίον) που βρίσκεται στην κορυφή, που υπερτερεί
✦ (ειδ.) ο προεξάρχων του χορού στο αρχαίο θέατρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.