κορυδαλλός


κορυδαλλός
Προφορά

Ετυμολογία
κορυδαλλός μεταγενέστερη ελληνική κορυδαλλός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κορυδαλλός

✦ ωδικό πουλί, σταρήθρα, σκορδαλός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.