κορυβαντιώ
Προφορά
Ετυμολογία
κορυβαντιώ αρχαία ελληνική κορυβαντιῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κορυβαντιώ -άς, -ά
✦ γίνομαι έξαλλος από ενθουσιασμό, φρενιάζω: σε ώρες, όπου είναι απαραίτητη η αυτοσυγκράτηση και το μέτρο, εμείς κορυβαντιούμε (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–