κορμός


κορμός
Προφορά

Ετυμολογία
κορμός αρχαία ελληνική κορμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κορμός

✦ το κύριο μέρος του δέντρου από τις ρίζες μέχρι τα πρώτα κλαδιά: στης λεύκας τον κορμό γραμμένα τα ονόματά μας (Αθ. Κυριαζής)
✦ στέλεχος δέντρου από το οποίο έχουν αποκοπεί τα κλαδιά
✦ είδος γλυκίσματος που έχει σχήμα κορμού δέντρου
✦ το σώμα ανθρώπου ή ζώου χωρίς το κεφάλι και τα άκρα
✦ το κύριο μέρος κάθε πράγματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.