κορμάκι


κορμάκι
Προφορά

Ετυμολογία
κορμάκι υποκορ. του κορμί

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κορμάκι

✦ μικρό κορμί
✦ ένδυμα γυμναστικής, μπαλέτου κτλ. αμφίεσης που εφαρμόζει στον κορμό του σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.