κοριός
Προφορά
Ετυμολογία
κοριός αρχαία ελληνική κόρις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κοριός
✦ παράσιτο, ενοχλητικό ζωύφιο
✦ (μτφ. ) μικροσκοπικός πομπός για την υποκλοπή συνομιλιών, τηλεφωνικών συνδιαλέξεων κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–