κορεσμός


κορεσμός
Προφορά

Ετυμολογία
κορεσμός αρχαία ελληνική ρ. κορέννυμι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κορεσμός

✦ χορτασμός
✦ υπερπλήρωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.