κορεσμένος


κορεσμένος
Προφορά

Ετυμολογία
κορεσμένος μτχ. παθ. πρκμ. κεκορεσμένος, του ρήματος κορέννυμι

Ερμηνεία
κορεσμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ κεκορεσμένος, -η, -ον) χορτασμένος, μπουκωμένος
✦ υπερπληρωμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.