κορασοπούλα
Προφορά
Ετυμολογία
κορασοπούλα κοράσι + παραγ. κατάλ. -πούλα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κορασοπούλα
✦ κοριτσάκι, κοπελίτσα: περνούσαν και μια δυο κορασοπούλες, και κείνες μαυρομαντιλούσες (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–