κορασίδα


κορασίδα
Προφορά

Ετυμολογία
κορασίδα μεταγενέστερη ελληνική κορασίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κορασίδα

✦ κοριτσάκι: αιωρουμένη εις τερπνήν αιώραν, όπως αι κορασίδες συνηθίζουν (Αλ. Παπαδιαμάντης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.