κορακίστικα


κορακίστικα
Προφορά

Ετυμολογία
κορακίστικα μεταγενέστερη ελληνική κορακιστί + κατάλ. -ικα

Ερμηνεία
κορακίστικα

✦ ουσ. (Κ κορακιστικά) λόγια ακαταλαβίστικα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.