κορακάτος


κορακάτος
Προφορά

Ετυμολογία
κορακάτος κόρακας

Ερμηνεία
επίθετο┘ κορακάτος -η, -ο

✦ μαύρος σαν τον κόρακα: στο πλευρό ενός μελαχρινού με ψιλό κορακάτο μουστάκι (Αγγ. Τερζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.