κορίτσαρος


κορίτσαρος
Προφορά

Ετυμολογία
κορίτσαρος μεγεθ. του └ουσ┘ κορίτσι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κορίτσαρος

✦ γεροδεμένο, πρώιμα αναπτυγμένο κορίτσι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.