κοπτοράπτης


κοπτοράπτης
Προφορά

Ετυμολογία
κοπτοράπτης κόπτης + ράπτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κοπτοράπτης

✦ ειδική ραπτομηχανή που χρησιμοποιείται σε βιομηχανίες και βιοτεχνίες με μηχανικό ψαλίδι για την κοπή και ταυτόχρονη ραφή της άκρης των υφασμάτων, για να αποφεύγεται το ξέφτισμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.