κοπτικός
Προφορά
Ετυμολογία
κοπτικός μεταγενέστερη ελληνική κοπτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κοπτικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στην κοπή ή ο χρήσιμος για την κοπή: κοπτικό εργαλείο
✦ ο σχετικός με τους κόπτες Χριστιανούς
✦ θηλ. η κοπτική ως ουσ., (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–