κοπρόχωμα
Προφορά
Ετυμολογία
κοπρόχωμα κόπρος + χώμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κοπρόχωμα
✦ προϊόν της αποσυνθέσεως κοπριάς ή φυτικών ουσιών
✦ χώμα ανακατωμένο με κοπριά, χρήσιμο για λίπανση της γης, το φουσκί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–