κοπρολαγνεία
Προφορά
Ετυμολογία
κοπρολαγνεία κόπρος + λαγνεία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κοπρολαγνεία
✦ γενετήσια απόκλιση κατά την οποία προκαλείται ηδονική διέγερση με τη θέα, όσφρηση ή το άγγιγμα των περιττωμάτων του ερωτικού συντρόφου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–