κοπρίτης


κοπρίτης
Προφορά

Ετυμολογία
κοπρίτης κόπρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κοπρίτης

✦ θηλ. κοπρίτισσα άνθρωπος φυγόπονος και ανίκανος
✦ σκυλί που δεν είναι ράτσας, που ζει στις κοπριές, κοπρόσκυλο

Συνώνυμα
κοπρόσκυλο, τεμπελόσκυλο
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.