κοπρίζω


κοπρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
κοπρίζω αρχαία ελληνική κοπρίζω

Ερμηνεία
ρήμα κοπρίζω

✦ λιπαίνω με κοπριά: κόπρισε τον κήπο
✦ αποπατώ
(μτφ. ) λερώνω, ρυπαίνω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.