κοπανιστός


κοπανιστός
Προφορά

Ετυμολογία
κοπανιστός κοπανίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ κοπανιστός -ή, -ό

✦ κοπανισμένος
✦ τριμμένος στο γουδί, κονιορτοποιημένος
✦ φρ. αέρας κοπανιστός, κούφια λόγια, υποσχέσεις που δεν πρόκειται να τηρηθούν

Συνώνυμα

Αντίθετα
ακοπάνιστος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.