κοπαδιάρικος
Προφορά
Ετυμολογία
κοπαδιάρικος κοπαδιάρης
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κοπαδιάρικος -η, -ο
✦ που ανήκει ή αναφέρεται στο κοπάδι: κοπαδιάρικες προβατίνες
✦ (κ. για πρόσ.): κοπαδιάρικα πλήθη μπροστά προχωράνε (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–