κοπή


κοπή
Προφορά

Ετυμολογία
κοπή αρχαία ελληνική κοπή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κοπή

✦ κόψιμο, τομή
✦ κοπάδι, ποίμνιο: έχεις δώδεκα κοπές γελάδια, καθεμιά πενήντα κομμάτια (Κ. Βάρναλης)
✦ (ειδ.) το κούρεμα των προβάτων
✦ η έκδοση νομίσματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.