κοπάνα


κοπάνα
Προφορά

Ετυμολογία
κοπάνα κοπανώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κοπάνα

✦ μεγάλος κόπανος
✦ σκάφη της πλύσης
(μτφ. ) αδικαιολόγητη απουσία από τη δουλειά ή το σχολείο: φρ. την έκανε κοπάνα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.