κοπάδι


κοπάδι
Προφορά

Ετυμολογία
κοπάδι μεταγενέστερη ελληνική κοπάδιον (= τμήμα), υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού κοπή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κοπάδι

✦ αγέλη, πλήθος ζωντανά: στους όχτους, στα ριζά, κοπάδια ασπρολογάνε (Κ. Κρυστάλλης)
✦ (για ανθρώπους) ασύντακτο πλήθος, συρφετός, μπουλούκι: το ανθρώπινο κοπάδι ξεκίνησε (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.