κοντύλι
Προφορά
Ετυμολογία
κοντύλι μεταγενέστερη ελληνική κονδύλιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού κόνδυλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κοντύλι
✦ γραφίδα, μολύβι
✦ χρηματικό ποσό γραμμένο σε προϋπολογισμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–