κοντυλοφόρος
Προφορά
Ετυμολογία
κοντυλοφόρος κοντύλι + -φόρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κοντυλοφόρος
✦ γραφικός κάλαμος, στέλεχος όπου προσαρμόζεται η γραφίδα
✦ (μτφ. ) άνθρωπος της πένας, δημοσιογράφος: λογαριάζεις τώρα τι σοφίζονται οι διάφοροι κοντυλοφόροι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–