κονσόρτσιουμ
Προφορά
Ετυμολογία
κονσόρτσιουμ └λατιν┘ consortium
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το κονσόρτσιουμ
✦ σύμπραξη επιχειρήσεων για κοινή δράση
✦ σύμπραξη τραπεζών για τη χορήγηση δανείων σε χώρες, επιχειρήσεις κτλ. ή τη διενέργεια ορισμένων εργασιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–