κονσόλα


κονσόλα
Προφορά

Ετυμολογία
κονσόλα └γαλλ┘ console

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κονσόλα

✦ ορθογώνια προεξοχή οικοδομήματος, για στήριξη διακοσμητικών ή άλλων στοιχείων
✦ ημιτραπέζιο έπιπλο με μαρμάρινη επιφάνεια
✦ πίνακας οργάνων για τον έλεγχο ηλεκτρονικού ή μηχανολογικού εξοπλισμού
✦ το τμήμα του εκκλησιαστικού οργάνου όπου βρίσκεται το πληκτρολόγιο και το ποδόπληκτρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.