κονστρουκτιβισμός
Προφορά
Ετυμολογία
κονστρουκτιβισμός └γαλλ┘ constructivisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κονστρουκτιβισμός
✦ καλλιτεχνική τάση που αναπτύχτηκε μετά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, και χαρακτηρίζεται από ογκώδεις γεωμετρικές και αφηρημένες μορφές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–