κονσομασιόν


κονσομασιόν
Προφορά

Ετυμολογία
κονσομασιόν └γαλλ┘ consommation

Ερμηνεία
κονσομασιόν

✦ άκλ. ουσ. η κατανάλωση ποτών και φαγητών σε κέντρα διασκεδάσεως
✦ η πληρωμένη γυναικεία συντροφιά σε κέντρα διασκεδάσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.