κονσέρβα
Προφορά
Ετυμολογία
κονσέρβα └ιταλ┘conserva
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κονσέρβα
✦ τρόφιμο που διατηρείται κλεισμένο σε στεγανό δοχείο
✦ (μτφ. ) η λ. για καθετί από πριν προετοιμασμένο, που χρησιμοποιείται για να καλύψει ανάγκες και κενά που παρουσιάζονται: το καλοκαίρι, η τηλεόραση έχει πολλά προγράμματα – κονσέρβες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–