κονκάρδα
Προφορά
Ετυμολογία
κονκάρδα └ιταλ┘coccarda ή └γαλλ┘ cocarde (= αρχικά, σκούφια που έμοιαζε με λειρί πετεινού)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κονκάρδα
✦ μικρό διακριτικό σήμα σε πηλήκιο, ένδυμα ή σε διάφορα βιομηχανικά προϊόντα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–