κονισαλέος


κονισαλέος
Προφορά

Ετυμολογία
κονισαλέος αρχαία ελληνική κονισαλέος

Ερμηνεία
επίθετο┘ κονισαλέος -α, -ο

✦ ο γεμάτος σκόνη, κατασκονισμένος: η ταριχευμένη κουκουβάγια με το γυάλινο μάτι που κρέμεται κονισαλέα στον τοίχο χάνοντας με το χρόνο τα φτερά της (Χατζηκυριάκος-Γκίκας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.